υπερχρονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερχρονίζω < ελληνιστική κοινή ὑπερχρονίζω[1] < αρχαία ελληνική ὑπέρ + χρονίζω < χρόνος ((πληροφορική): (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overclock)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερχρονίζω | υπερχρόνιζα | θα υπερχρονίζω | να υπερχρονίζω | υπερχρονίζοντας | |
| β' ενικ. | υπερχρονίζεις | υπερχρόνιζες | θα υπερχρονίζεις | να υπερχρονίζεις | υπερχρόνιζε | |
| γ' ενικ. | υπερχρονίζει | υπερχρόνιζε | θα υπερχρονίζει | να υπερχρονίζει | ||
| α' πληθ. | υπερχρονίζουμε | υπερχρονίζαμε | θα υπερχρονίζουμε | να υπερχρονίζουμε | ||
| β' πληθ. | υπερχρονίζετε | υπερχρονίζατε | θα υπερχρονίζετε | να υπερχρονίζετε | υπερχρονίζετε | |
| γ' πληθ. | υπερχρονίζουν(ε) | υπερχρόνιζαν υπερχρονίζαν(ε) |
θα υπερχρονίζουν(ε) | να υπερχρονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερχρόνισα | θα υπερχρονίσω | να υπερχρονίσω | υπερχρονίσει | ||
| β' ενικ. | υπερχρόνισες | θα υπερχρονίσεις | να υπερχρονίσεις | υπερχρόνισε | ||
| γ' ενικ. | υπερχρόνισε | θα υπερχρονίσει | να υπερχρονίσει | |||
| α' πληθ. | υπερχρονίσαμε | θα υπερχρονίσουμε | να υπερχρονίσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερχρονίσατε | θα υπερχρονίσετε | να υπερχρονίσετε | υπερχρονίστε | ||
| γ' πληθ. | υπερχρόνισαν υπερχρονίσαν(ε) |
θα υπερχρονίσουν(ε) | να υπερχρονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερχρονίσει | είχα υπερχρονίσει | θα έχω υπερχρονίσει | να έχω υπερχρονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερχρονίσει | είχες υπερχρονίσει | θα έχεις υπερχρονίσει | να έχεις υπερχρονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερχρονίσει | είχε υπερχρονίσει | θα έχει υπερχρονίσει | να έχει υπερχρονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερχρονίσει | είχαμε υπερχρονίσει | θα έχουμε υπερχρονίσει | να έχουμε υπερχρονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερχρονίσει | είχατε υπερχρονίσει | θα έχετε υπερχρονίσει | να έχετε υπερχρονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερχρονίσει | είχαν υπερχρονίσει | θα έχουν υπερχρονίσει | να έχουν υπερχρονίσει |
| |
Μεταφράσεις
- ὑπερχρονίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.