υπερφυσική
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερφυσική < → λείπει η ετυμολογία
Ομώνυμα / Ομόηχα
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερφυσική | ||
| γενική | της | υπερφυσικής | ||
| αιτιατική | την | υπερφυσική | ||
| κλητική | υπερφυσική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
υπερφυσική θηλυκό, συνήθως μόνο στον ενικό
- η παραφυσική, η εξωφυσική, ως εναλλακτικός διαφοροποιητικός όρους της μεταφυσικής από λογικολόγους που μελετούν την μαθηματική μεταλογική των δυνατών φυσικών φορμαλισμών-κανονιστικών
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υπερφυσική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του υπερφυσικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.