υπερυπνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερυπνία οι υπερυπνίες
      γενική της υπερυπνίας των υπερυπνιών
    αιτιατική την υπερυπνία τις υπερυπνίες
     κλητική υπερυπνία υπερυπνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερυπνία < υπερ- + ύπνος + -ία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hypersomnia

Προφορά

ΔΦΑ : /i.pe.ɾiˈpni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερυπνία

Ουσιαστικό

υπερυπνία θηλυκό

  • (ιατρική, νεολογισμός) διαταραχή ύπνου κατά την οποία υπάρχει σταθερά υπερβολική υπνηλία ή επεισόδια ύπνου κατά τη διάρκεια της ημέρας
    • Η ναρκοληψία, μια από τις λιγότερο συχνές μορφές υπερυπνίας και ημερήσιας υπνηλίας, είναι μια νόσος άγνωστη στο ευρύ κοινό αλλά και σε μεγάλο ποσοστό του ιατρικού κόσμου. (*)

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.