υπερτουρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερτουρισμός οι υπερτουρισμοί
      γενική του υπερτουρισμού των υπερτουρισμών
    αιτιατική τον υπερτουρισμό τους υπερτουρισμούς
     κλητική υπερτουρισμέ υπερτουρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερτουρισμός < υπέρ + τουρισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική overtourism)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peɾ.tu.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερτουρισμός

Ουσιαστικό

υπερτουρισμός αρσενικό

Συγγενικά

  • Overtourism στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.