υπερτουρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπερτουρισμός | οι | υπερτουρισμοί |
| γενική | του | υπερτουρισμού | των | υπερτουρισμών |
| αιτιατική | τον | υπερτουρισμό | τους | υπερτουρισμούς |
| κλητική | υπερτουρισμέ | υπερτουρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερτουρισμός < υπέρ + τουρισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική overtourism)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peɾ.tu.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐του‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό
υπερτουρισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) το πολύ μεγάλο πλήθος τουριστών που επισκέπτονται μια περιοχή, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση προβλημάτων στους κατοίκους των τουριστικών περιοχών ή προστριβών με αυτούς, που αντιλαμβάνονται τους πολλούς τουρίστες ως παράγοντα αναστάτωσης της καθημερινότητάς τους
- ※ Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Άλλοι προορισμοί όπου το ζήτημα του υπερτουρισμού έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις είναι η Μαγιόρκα, το Παρίσι, το Ντουμπρόβνικ, το Κιότο, το Βερολίνο, το Μπαλί και το Ρέικιαβικ. (https://tvxs.gr, 31.07.2018)
-
Overtourism στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
υπερτουρισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.