υπερπλήρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερπλήρης η υπερπλήρης το υπερπλήρες
      γενική του υπερπλήρους* της υπερπλήρους του υπερπλήρους
    αιτιατική τον υπερπλήρη την υπερπλήρη το υπερπλήρες
     κλητική υπερπλήρη(ς) υπερπλήρης υπερπλήρες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερπλήρεις οι υπερπλήρεις τα υπερπλήρη
      γενική των υπερπλήρων των υπερπλήρων των υπερπλήρων
    αιτιατική τους υπερπλήρεις τις υπερπλήρεις τα υπερπλήρη
     κλητική υπερπλήρεις υπερπλήρεις υπερπλήρη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερπλήρης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

υπερπλήρης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.