υπερκερασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερκερασμένος | η | υπερκερασμένη | το | υπερκερασμένο |
| γενική | του | υπερκερασμένου | της | υπερκερασμένης | του | υπερκερασμένου |
| αιτιατική | τον | υπερκερασμένο | την | υπερκερασμένη | το | υπερκερασμένο |
| κλητική | υπερκερασμένε | υπερκερασμένη | υπερκερασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερκερασμένοι | οι | υπερκερασμένες | τα | υπερκερασμένα |
| γενική | των | υπερκερασμένων | των | υπερκερασμένων | των | υπερκερασμένων |
| αιτιατική | τους | υπερκερασμένους | τις | υπερκερασμένες | τα | υπερκερασμένα |
| κλητική | υπερκερασμένοι | υπερκερασμένες | υπερκερασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερκερασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερκερώ
Μεταφράσεις
υπερκερασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.