υπερθερμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερθερμικός | η | υπερθερμική | το | υπερθερμικό |
| γενική | του | υπερθερμικού | της | υπερθερμικής | του | υπερθερμικού |
| αιτιατική | τον | υπερθερμικό | την | υπερθερμική | το | υπερθερμικό |
| κλητική | υπερθερμικέ | υπερθερμική | υπερθερμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερθερμικοί | οι | υπερθερμικές | τα | υπερθερμικά |
| γενική | των | υπερθερμικών | των | υπερθερμικών | των | υπερθερμικών |
| αιτιατική | τους | υπερθερμικούς | τις | υπερθερμικές | τα | υπερθερμικά |
| κλητική | υπερθερμικοί | υπερθερμικές | υπερθερμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερθερμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: hyperthermic < ελληνιστική κοινή ὑπέρθερμος
Επίθετο
υπερθερμικός
- που έχει σχέση με την εφαρμογή υψηλών θερμοκρασιών για θεραπευτικούς σκοπούς ή αναφέρεται σ’ αυτή
- άλλη μορφή του υπέρθερμος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις υπέρθερμος, υπέρ και θερμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.