υπερηχογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερηχογραφικός η υπερηχογραφική το υπερηχογραφικό
      γενική του υπερηχογραφικού της υπερηχογραφικής του υπερηχογραφικού
    αιτιατική τον υπερηχογραφικό την υπερηχογραφική το υπερηχογραφικό
     κλητική υπερηχογραφικέ υπερηχογραφική υπερηχογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερηχογραφικοί οι υπερηχογραφικές τα υπερηχογραφικά
      γενική των υπερηχογραφικών των υπερηχογραφικών των υπερηχογραφικών
    αιτιατική τους υπερηχογραφικούς τις υπερηχογραφικές τα υπερηχογραφικά
     κλητική υπερηχογραφικοί υπερηχογραφικές υπερηχογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερηχογραφικός < υπερηχογραφ(ία) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peɾ.i.xoˈɣɾa.fikos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερηχογραφικός

Επίθετο

υπερηχογραφικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.