υπερηχογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερηχογραφία | οι | υπερηχογραφίες |
| γενική | της | υπερηχογραφίας | των | υπερηχογραφιών |
| αιτιατική | την | υπερηχογραφία | τις | υπερηχογραφίες |
| κλητική | υπερηχογραφία | υπερηχογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερηχογραφία < υπέρηχ(ος) + -ο- + -γραφία (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική ultrasonography[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pe.ri.xo.ɣra.ˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ρη‐χο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
υπερηχογραφία θηλυκό
- (ιατρική) η χρήση υπερήχων, ώστε να παραχθούν διαγνωστικές απεικονίσεις των εσωτερικών οργάνων του σώματος ή ενός εμβρύου
Συγγενικά
- υπερηχογράφημα
- υπερηχογραφικός
- υπερηχογράφος
- → δείτε τις λέξεις υπέρηχος, ήχος και γράφω
Μεταφράσεις
Αναφορές
- υπερηχογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.