υπεκμισθώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
υπεκμισθώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπεκμισθώνω
- θα υπεκμισθώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπεκμισθώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
υπεκμισθώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπεκμίσθωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.