υπαρκτικός ποσοδείκτης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπαρκτικός ποσοδείκτης → δείτε τις λέξεις υπαρκτικός και ποσοδείκτης
Πολυλεκτικός όρος
υπαρκτικός ποσοδείκτης
- (λογική, θεωρία συνόλων) ποσοδείκτης που συμβολίζεται με ανάποδο Ε (∃) και σημαίνει ή εκφωνείται «υπάρχει τουλάχιστον ένα ....»[1]
Αντώνυμα
- ∀ (καθολικός ποσοδείκτης)
- ∄ (δεν υπάρχει κανένα)
Μεταφράσεις
υπαρκτικός ποσοδείκτης
Αναφορές
- «Λογική θεωρία και πράξη Γ' Λυκείου», σελ. 117. πρόσβαση:26/09/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.