υπακτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπακτικός η υπακτική το υπακτικό
      γενική του υπακτικού της υπακτικής του υπακτικού
    αιτιατική τον υπακτικό την υπακτική το υπακτικό
     κλητική υπακτικέ υπακτική υπακτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπακτικοί οι υπακτικές τα υπακτικά
      γενική των υπακτικών των υπακτικών των υπακτικών
    αιτιατική τους υπακτικούς τις υπακτικές τα υπακτικά
     κλητική υπακτικοί υπακτικές υπακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπακτικός < αρχαία ελληνική ὑπάγω

Επίθετο

υπακτικός -ή -ό

  1. που βοηθάει στην ομαλή λειτουργία και κένωση του εντέρου
  2. που οδηγεί, αποδίδει ή σχετίζεται με υπαγωγή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.