υδατοκαλλιεργητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υδατοκαλλιεργητικός | η | υδατοκαλλιεργητική | το | υδατοκαλλιεργητικό |
| γενική | του | υδατοκαλλιεργητικού | της | υδατοκαλλιεργητικής | του | υδατοκαλλιεργητικού |
| αιτιατική | τον | υδατοκαλλιεργητικό | την | υδατοκαλλιεργητική | το | υδατοκαλλιεργητικό |
| κλητική | υδατοκαλλιεργητικέ | υδατοκαλλιεργητική | υδατοκαλλιεργητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υδατοκαλλιεργητικοί | οι | υδατοκαλλιεργητικές | τα | υδατοκαλλιεργητικά |
| γενική | των | υδατοκαλλιεργητικών | των | υδατοκαλλιεργητικών | των | υδατοκαλλιεργητικών |
| αιτιατική | τους | υδατοκαλλιεργητικούς | τις | υδατοκαλλιεργητικές | τα | υδατοκαλλιεργητικά |
| κλητική | υδατοκαλλιεργητικοί | υδατοκαλλιεργητικές | υδατοκαλλιεργητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υδατοκαλλιεργητικός < υδατοκαλλιεργητής + -ικός
Ουσιαστικό
υδατοκαλλιεργητικός αρσενικό
- (ιχθυολογία) (βοτανική) που έχει σχέση με την υδατοκαλλιέργεια ή τον υδατοκαλλιεργητή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη υδατοκαλλιέργεια
Μεταφράσεις
υδατοκαλλιεργητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.