υαλοτέχνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υαλοτέχνης | οι | υαλοτέχνες |
| γενική | του | υαλοτέχνη | των | υαλοτεχνών |
| αιτιατική | τον | υαλοτέχνη | τους | υαλοτέχνες |
| κλητική | υαλοτέχνη | υαλοτέχνες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υαλοτέχνης < ελληνιστική κοινή ὑαλοτέχνης[1] < αρχαία ελληνική ὕαλος + τέχνη
Συγγενικά
- υαλοτεχνία
- υαλοτεχνική
- υαλοτεχνικός
- → δείτε τις λέξεις ύαλος, γυαλί και τέχνη
Μεταφράσεις
υαλοτέχνης
|
- ὑαλοτέχνης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.