τυφοειδής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τυφοειδής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυφοειδής η τυφοειδής το τυφοειδές
      γενική του τυφοειδούς* της τυφοειδούς του τυφοειδούς
    αιτιατική τον τυφοειδή την τυφοειδή το τυφοειδές
     κλητική τυφοειδή(ς) τυφοειδής τυφοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυφοειδείς οι τυφοειδείς τα τυφοειδή
      γενική των τυφοειδών των τυφοειδών των τυφοειδών
    αιτιατική τους τυφοειδείς τις τυφοειδείς τα τυφοειδή
     κλητική τυφοειδείς τυφοειδείς τυφοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

τυφοειδής, -ής, -ές

  • (ιατρική) αυτός που έχει τη μορφή τύφου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.