τυραννισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τυραννισμένος | η | τυραννισμένη | το | τυραννισμένο |
| γενική | του | τυραννισμένου | της | τυραννισμένης | του | τυραννισμένου |
| αιτιατική | τον | τυραννισμένο | την | τυραννισμένη | το | τυραννισμένο |
| κλητική | τυραννισμένε | τυραννισμένη | τυραννισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τυραννισμένοι | οι | τυραννισμένες | τα | τυραννισμένα |
| γενική | των | τυραννισμένων | των | τυραννισμένων | των | τυραννισμένων |
| αιτιατική | τους | τυραννισμένους | τις | τυραννισμένες | τα | τυραννισμένα |
| κλητική | τυραννισμένοι | τυραννισμένες | τυραννισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Ετυμολογία
- τυραννισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τυραννιέμαι αλλά κατά τα εις -ίζω, πιθανόν υπό την επίδραση του αρχαίου ελληνικού τυραννίζω (συμμαχώ, συμπράττω με τυράννους)
Μετοχή
τυραννισμένος, -η, -ο και τυραννημένος
- που έχει τυραννιστεί, βασανισμένος, κατατρεγμένος, κυνηγημένος
- → δείτε τη λέξη τυραννώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.