τσιριτρό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία el
- τσιριτρό < (ηχομιμητική λέξη) κελαηδίσματος
Επιφώνημα
τσιριτρό ουδέτερο στον ενικό, άκλιτο
- (λέξη χωρίς νόημα) λέξη παιδικών τραγουδιών
- ※ Μέσα σ’ αὐτὰ τὰ γέλια ὁ Καλογιάννης θυμήθηκε τὸ «Τσιριτρό» κι ἄρχισε νὰ τραγουδῆ [...]
- Σὲ μιὰ ρῶγα ἀπὸ σταφύλι
- ἔπεσαν ὀχτὼ σπουργῖτες
- καὶ τρωγόπιναν οἱ φίλοι...
- τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό
- Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Τα ψηλά βουνά, 1918. κεφ.3. Μελοποιημένο: παρτιτούρα, ήχος στη Βικιθήκη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.