τσιμεντοενέσεως
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τσιμεντοενέσεως θηλυκό
- (σπάνιο, λόγιο) γενική ενικού του τσιμεντοένεση
- εναλλακτικά: τσιμεντοένεσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.