τσαμπάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαμπάς οι τσαμπάδες
      γενική του τσαμπά των τσαμπάδων
    αιτιατική τον τσαμπά τους τσαμπάδες
     κλητική τσαμπά τσαμπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαμπάς < αβέβαιης ρίζας, αλλά πάντως ξενικής

Ουσιαστικό

τσαμπάς αρσενικό

  1. ηπειρώτικη λέξη για το μακρύ μαλλί
  2. η αλογοουρά στα μαλλιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.