τσακίρ κέφι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσακίρ κέφι  δείτε τις λέξεις τσακίρ και κέφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çakırkeyif[1] ή (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چاقر كیف (çakır keyf, σε κατάσταση μέθης) < αραβική سَاكِر (sākir, μεθυσμένος) & αραβική كَيْف (kayf, κατάσταση).

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡saˈciɾ ˈcefi/

Πολυλεκτικός όρος

τσακίρ κέφι ουδέτερο άκλιτο

  • (οικείο) σε κατάσταση ελαφράς μέθης, και μεγάλου κεφιού
    έρχομαι στο τσακίρ κέφι
    είμαι στα τσακίρ κέφια

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κέφι

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.