τσακίρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσακίρης | οι | τσακίρηδες |
| γενική | του | τσακίρη | των | τσακίρηδων |
| αιτιατική | τον | τσακίρη | τους | τσακίρηδες |
| κλητική | τσακίρη | τσακίρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡saˈci.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐κί‐ρης
Συγγενικά
- Τσακίρης (επώνυμο)
- τσακίρικος
Μεταφράσεις
τσακίρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.