τσαγκάρηδες

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

τσαγκάρηδες

  1. τσαγκάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. τσαγκάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. τσαγκάρης, στην κλητική του πληθυντικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.