τσίλια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσίλια | οι | τσίλιες |
| γενική | της | τσίλιας | — | |
| αιτιατική | την | τσίλια | τις | τσίλιες |
| κλητική | τσίλια | τσίλιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσίλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική ciglia < ciglio < λατινική cilium
Ουσιαστικό
τσίλια θηλυκό
- συνήθως στις φράσεις «είμαι στην τσίλια» και «κρατάω τσίλιες» (βλ. εκφράσεις)
Παράγωγα
Εκφράσεις
- είμαι στην τσίλια: είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα
- κρατάω τσίλιες ή φυλάω τσίλιες: παραφυλάω, εποπτεύω κατά τη διάρκεια παράνομης ή παράτυπης πράξης ή επιχείρησης, μην τυχόν και εμφανιστεί κάποιος που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την επιχείρηση και τους συνεργούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.