τσάμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσάμι τα τσάμια
      γενική
    αιτιατική το τσάμι τα τσάμια
     κλητική τσάμι τσάμια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσάμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çam (πεύκο) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

τσάμι ουδέτερο (ιδιωματικό, δέντρο

  1. πεύκο
  2. έλατο
  3. καραγάτσι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.