τσάμι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσάμι | τα | τσάμια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | τσάμι | τα | τσάμια |
| κλητική | τσάμι | τσάμια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσάμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çam (πεύκο) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.