τριανταφυλλένια

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾi.an.da.fiˈle.ɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τριανταφυλλένια

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τριανταφυλλένια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τριανταφυλλένιος
    (ουσιαστικοποιημένο, χαϊδευτική προσφώνηση) κοιμήσου τριανταφυλλένια μου!
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τριανταφυλλένιο, ουδέτερο του τριανταφυλλένιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.