τριαλαριλαρό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τριαλαριλαρό < λέξη χωρίς νόημα  δείτε τη λέξη τριαλαρί τριαλαρό (σημασία: πέρα βρέχει) < τριαλαρί

Έκφραση

τριαλαριλαρό άκλιτο

  1. λέξη χωρίς ιδιαίτερο νόημα, για να κάνει ομοιοκαταληξία
      Τζούμ, τριαλαριλαρά, - τζούμ, τριαλαριλαρό! Ουίτ! έκανε, με τη μύτη, τ'Αλεκάκι ! σαν το Μορφονιό του Καραγκιόζη. (Νέα Εστία, Τόμος 28 - Σελίδα 1049, 1940)
      Έμαθα, κυρά, πως έχεις
    ψαροπούλα και ψαρεύεις,
    ζουμ τριαλαριλαρό
    βάρκα – γιαλό!''
    (Τραγούδι, Στράτος Παγιουμτζής, Βασίλης Τσιτσάνης, Βάρκα γιαλό, 1946)
  2. λέξη που υπονοεί χαλαρότητα
      Είπαμε να βαδίσουμε σε ένα τεντωμένο σχοινί . Σε μία χρυσή τομή μεταξύ της δήθεν σοβαροφάνειας των κρατικών καναλιών και του ωπ ! τριαλαριλαρό των ιδιωτικών . Αλλά φαίνεται ότι ουδείς γνωρίζει σ ' αυτόν τον τόπο περί χρυσών τομών . (περιοδικό Ταχυδρόμος, Τεύχη 27-31, σελίδα 131, 1991)
      Εγώ νεύρα; Εγώ που κι όταν ξενύχτησα τη μάνα μου καθόμουν ήσυχη στην καρέκλα σαν αρνάκι; Εγώ; Που όταν μας βομβάρδιζαν οι Γερμανοί στο καταφύγιο τραγουδούσα τριαλαριλαρό; (Έρση Σωτηροπούλου, Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές, Εκδ. Μεταίχμιο, κεφ. VII, 2020)

και

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.