τραυλίζων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λέξη της καθαρεύουσας, αρχαιοπρεπής μετοχή ενεστώτα του ρήματος τραυλίζω

Μετοχή

τραυλίζων αρσενικό, τραυλίζουσα θηλυκό, τραυλίζον ουδέτερο

  1. που τραυλίζει
    ήρθε να μου πει τα δυσάρεστα συγχυσμένος και τραυλίζων (μιλούσε τραυλίζοντας)
    ο τραυλίζων ομιλητής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.