τραυλίζουσες

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

τραυλίζουσες και τραυλίζουσαι, πληθυντικός του τραυλίζουσα, θηλυκό της μετοχής της καθαρεύουσας τραυλίζων

 δείτε τη λέξη  τραυλίζων και τραυλίζοντας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.