τρανταχτών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τρανταχτών
- γενική πληθυντικού του τρανταχτός
- γενική πληθυντικού του τρανταχτή
- γενική πληθυντικού του τρανταχτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.