τραλαλά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τραλαλά (για το τραγούδι) < (άμεσο δάνειο) γαλλική tralala ή tra-la-la (ηχομιμητική λέξη) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾa.laˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐λα‐λά
Επιφώνημα
τραλαλά
- (μουσική), (λέξη χωρίς νόημα) τραγουδιστή αντικατάσταση στίχων τραγουδιού
- άλλη μορφή: τρα λα λα
- (επιφώνημα χαράς) τι ωραία!
Παράγωγα
- (μεταφορικά): #Επίθετο, #Ουσιαστικό
Επίθετο
τραλαλά αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (μειωτικό)
- χαζοχαρούμενος, άσχετος, επιπόλαιος
- ↪ είναι πολύ τραλαλά, μην τον εμπιστεύεσαι για σοβαρές δουλειές
- φανταχτερός
- ↪ φορούσε μια φούστα τελείως τραλαλά πολύχρωμη, με πούλιες
- χαζοχαρούμενος, άσχετος, επιπόλαιος
Παράγωγα
- ψυχικό τραλαλά
Αναφορές
- τραλαλά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.