τραγοπώγων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| τρᾰγοπωγων- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | τραγοπώγων | οἱ/αἱ | τραγοπώγωνες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | τραγοπώγωνος | τῶν | τραγοπωγώνων | |
| δοτική | τῷ/τῇ | τραγοπώγωνῐ | τοῖς/ταῖς | τραγοπώγωσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | τραγοπώγωνᾰ | τοὺς/τὰς | τραγοπώγωνᾰς | |
| κλητική ὦ! | τραγοπώγων | τραγοπώγωνες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τραγοπώγωνε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | τραγοπωγώνοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
τραγοπώγων, -ωνος αρσενικό ή θηλυκό (και ως επίθετο)
- με γένι (πώγωνα) που μοιάζει με τράγου
- (ελληνιστική σημασία , βοτανική) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Πηγές
- τραγοπώγων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.