τουρλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τουρλώνω < μεσαιωνική ελληνική τουρλώνω

Ρήμα

τουρλώνω , πρτ.: τούρλωνα, στ.μέλλ.: θα τουρλώσω, αόρ.: τούρλωσα, παθ.φωνή: τουρλώνομαι, μτχ.π.π.: τουρλωμένος

  • (οικείο) (για την κοιλιά ή τα οπίσθια) προτείνω ή προεκτείνω ώστε να πάρει περίπου σφαιρικό σχήμα

Εκφράσεις

  • την τουρλώνω: τρώω πολύ καλά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.