τονωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τονωτικός η τονωτική το τονωτικό
      γενική του τονωτικού της τονωτικής του τονωτικού
    αιτιατική τον τονωτικό την τονωτική το τονωτικό
     κλητική τονωτικέ τονωτική τονωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τονωτικοί οι τονωτικές τα τονωτικά
      γενική των τονωτικών των τονωτικών των τονωτικών
    αιτιατική τους τονωτικούς τις τονωτικές τα τονωτικά
     κλητική τονωτικοί τονωτικές τονωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τονωτικός < ελληνιστική κοινή τονωτικός < τονόω < αρχαία ελληνική τόνος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική tonique[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική tonic[1])

Επίθετο

τονωτικός

  1. (κυριολεκτικά) που συμβάλλει στην τόνωση, την ενίσχυση, την ενδυνάμωση
  2. (μεταφορικά) που συμβάλλει στην τόνωση, την ενθάρρυνση, την εμψύχωση
  3. (ουσιαστικοποιημένο) τονωτικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. τονωτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.