τονωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τονωτικός | η | τονωτική | το | τονωτικό |
| γενική | του | τονωτικού | της | τονωτικής | του | τονωτικού |
| αιτιατική | τον | τονωτικό | την | τονωτική | το | τονωτικό |
| κλητική | τονωτικέ | τονωτική | τονωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τονωτικοί | οι | τονωτικές | τα | τονωτικά |
| γενική | των | τονωτικών | των | τονωτικών | των | τονωτικών |
| αιτιατική | τους | τονωτικούς | τις | τονωτικές | τα | τονωτικά |
| κλητική | τονωτικοί | τονωτικές | τονωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τονωτικός < ελληνιστική κοινή τονωτικός < τονόω < αρχαία ελληνική τόνος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική tonique[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική tonic[1])
Επίθετο
τονωτικός
- (κυριολεκτικά) που συμβάλλει στην τόνωση, την ενίσχυση, την ενδυνάμωση
- (μεταφορικά) που συμβάλλει στην τόνωση, την ενθάρρυνση, την εμψύχωση
- (ουσιαστικοποιημένο) τονωτικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.