τιθήνα

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

τιθήνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τιθήνα, -ας θηλυκό

  • δωρικός τύπος του τιθήνη
      6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 1. Ἱέρωνι Αἰτναίῳ ἅρματι, 20 (1.19-1.20)
    κίων δ᾽ οὐρανία συνέχει, | νιφόεσσ᾽ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα·
    • ενώ η ουρανοστήριχτη κολώνα, | η Αίτνα η χιονόδαρτη, τον συγκρατά, που θρέφει ολοχρονίς κρουσταλλά χιόνια.
      Μετάφραση (1953): Ι.Ν. Γρυπάρης, @greeklanguage.gr
    • κι ο ουράνιος στύλος τον κρατάει ακίνητον εκεί, | της Αίτνας το χιονόσκεπο βουνό, που τρέφει ολοχρονίς το τσουχτερό το χιόνι.
      Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greeklanguage.gr

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.