τηλεμέτρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεμέτρηση οι τηλεμετρήσεις
      γενική της τηλεμέτρησης* των τηλεμετρήσεων
    αιτιατική την τηλεμέτρηση τις τηλεμετρήσεις
     κλητική τηλεμέτρηση τηλεμετρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεμετρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηλεμέτρηση < τηλε- + μέτρηση

Ουσιαστικό

τηλεμέτρηση θηλυκό

  1. η συγκέντρωση από απόσταση των αποτελεσμάτων μιας μέτρησης
    άλλες μορφές: τηλεμετρία
  2. η μέτρηση της τηλεθέασης τηλεοπτικών σταθμών ή της απήχησης ραδιοφωνικών σταθμών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.