τζόβενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τζόβενο | τα | τζόβενα |
| γενική | του | τζόβενου | των | τζόβενων |
| αιτιατική | το | τζόβενο | τα | τζόβενα |
| κλητική | τζόβενο | τζόβενα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈd͡zo.ve.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζό‐βε‐νο
Ουσιαστικό
τζόβενο , ή τζόβινο, ουδέτερο & τζόβενος (αρσενικό)
- νεαρός
- ※ Το δημαρχιλίκι δεν είναι επάγγελμα... Δείτε και την ηλικία μου, δεν είμαι κάνα τζόβενο», είπε αστειευόμενος στην απόφασή του να αποσυρθεί. (* «Μπουτάρης: Δεν είμαι και κανένα τζόβενο και δεν θα ευλογήσω κανέναν υποψήφιο για τον Δήμο», eleftherostypos.gr)
- (ειρωνικό) ο άνθρωπος μεγάλης ηλικίας που παριστάνει τον νεότερο
- ※ Γραφω, τώ λέγω, σάτυραν διά να κωμωδήσω ένα γεροντοπαλλήκαρο που μου κάνει το τζόβενο. -« Αλλα και συ, με λέγει, γεροντοπαλλήκαρο είσαι, αν και δεν κάμνης το τζόβενο. (Ho philokalos smyrnaios@books.google, 1850) (Χρειάζεται διαμόρφωση)
- (μεταφορικά) ο νεαρός βοηθός
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) ο πρωτόμπαρκος ναύτης καταστρώματος, συνήθως καθαριστής καταστρώματος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
|
|
Αναφορές
- τζόβενο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.