τζορμπάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τζορμπάς | οι | τζορμπάδες |
| γενική | του | τζορμπά | των | τζορμπάδων |
| αιτιατική | τον | τζορμπά | τους | τζορμπάδες |
| κλητική | τζορμπά | τζορμπάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τζορμπάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική çorba < περσική شوربا (shōrbā: χυλός, χορτόσουπα, σούπα)
Μεταφράσεις
τζορμπάς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.