τεφαρίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεφαρίκι τα τεφαρίκια
      γενική του τεφαρικιού των τεφαρικιών
    αιτιατική το τεφαρίκι τα τεφαρίκια
     κλητική τεφαρίκι τεφαρίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τεφαρίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tefarik < αραβική تفرج (tafarruj) < فرج (farj)

Ουσιαστικό

τεφαρίκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.