τετραφωσφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τετραφωσφόρος οι τετραφωσφόροι
      γενική του τετραφωσφόρου των τετραφωσφόρων
    αιτιατική τον τετραφωσφόρο τους τετραφωσφόρους
     κλητική τετραφωσφόρε τετραφωσφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετραφωσφόρος < τετρα- + φωσφόρος

Ουσιαστικό

τετραφωσφόρος αρσενικό

  1. (χημεία): αλλότροπο του φωσφόρου όπου παρουσιάζεται ως μόριο με τέσσερα άτομα σε τετραεδρική δομή και με χημικό τύπο P4
    ο τετραφωσφόρος είναι περισσότερο γνωστός με το όνομα λευκό του φωσφόρου ή κίτρινο του φωσφόρου.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.