τετρανιτρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τετρανιτρωμένος | η | τετρανιτρωμένη | το | τετρανιτρωμένο |
| γενική | του | τετρανιτρωμένου | της | τετρανιτρωμένης | του | τετρανιτρωμένου |
| αιτιατική | τον | τετρανιτρωμένο | την | τετρανιτρωμένη | το | τετρανιτρωμένο |
| κλητική | τετρανιτρωμένε | τετρανιτρωμένη | τετρανιτρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τετρανιτρωμένοι | οι | τετρανιτρωμένες | τα | τετρανιτρωμένα |
| γενική | των | τετρανιτρωμένων | των | τετρανιτρωμένων | των | τετρανιτρωμένων |
| αιτιατική | τους | τετρανιτρωμένους | τις | τετρανιτρωμένες | τα | τετρανιτρωμένα |
| κλητική | τετρανιτρωμένοι | τετρανιτρωμένες | τετρανιτρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τετρανιτρωμένος < τετρανίτρωση
Μετοχή
τετρανιτρωμένος, -η, -ο
- (χημεία): αυτός που φέρει στο μόριό του τετράνιτρο, (ή τετράζωτο)
- τετραζωτούχος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τετρανιτρωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.