τετραμίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετραμίνη οι τετραμίνες
      γενική της τετραμίνης των τετραμινών
    αιτιατική την τετραμίνη τις τετραμίνες
     κλητική τετραμίνη τετραμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετραμίνη < τετρα- + αμίνη (αντιδάνειο) αγγλική tetramine

Ουσιαστικό

τετραμίνη θηλυκό

  • (χημεία): οποιαδήποτε χημική ένωση στο μόριο της οποίας υφίστανται τέσσερις αμινομάδες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.