τετρααντιμόνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετρααντιμόνιο τα τετρααντιμόνια
      γενική του τετρααντιμονίου
& τετρααντιμόνιου
των τετρααντιμονίων
    αιτιατική το τετρααντιμόνιο τα τετρααντιμόνια
     κλητική τετρααντιμόνιο τετρααντιμόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετρααντιμόνιο < τετρα- + αντιμόνιο

Ουσιαστικό

τετρααντιμόνιο ουδέτερο

  1. (χημεία): αλλότροπο του αντιμονίου όπου παρουσιάζεται ως μόριο με τέσσερα άτομα σε τετραεδρική δομή και με χημικό τύπο Sb4
    το τετρααντιμόνιο είναι περισσότερο γνωστό με το όνομα κίτρινο του αντιμονίου.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.