τετράστοιχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράστοιχος η τετράστοιχη το τετράστοιχο
      γενική του τετράστοιχου της τετράστοιχης του τετράστοιχου
    αιτιατική τον τετράστοιχο την τετράστοιχη το τετράστοιχο
     κλητική τετράστοιχε τετράστοιχη τετράστοιχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράστοιχοι οι τετράστοιχες τα τετράστοιχα
      γενική των τετράστοιχων των τετράστοιχων των τετράστοιχων
    αιτιατική τους τετράστοιχους τις τετράστοιχες τα τετράστοιχα
     κλητική τετράστοιχοι τετράστοιχες τετράστοιχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τετράστοιχος < τετρα- + στοίχος

Επίθετο

τετράστοιχος, -η, -ο

  1. αυτός που περιλαμβάνει τέσσερις στοίχους, ή σειρές
  2. (χημεία): αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα στοιχεία (κράμα)
  3. (στρατιωτικός όρος): αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα στοιχεία οπλικού συστήματος, π.χ. βλήματα, εκτοξευτήρες κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.