τετράζωτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τετράζωτο | τα | τετράζωτα |
| γενική | του | τετραζώτου & τετράζωτου |
των | τετραζώτων |
| αιτιατική | το | τετράζωτο | τα | τετράζωτα |
| κλητική | τετράζωτο | τετράζωτα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τετράζωτο ουδέτερο
- (χημεία): ασταθής πολυαζωτούχα χημική ένωση που φέρει τέσσερα άτομα αζώτου, με χημικό τύπο N4 και με διάρκεια ζωής μόλις ένα μικροδευτερόλεπτο
- το τετράζωτο παράχθηκε και απομονώθηκε τον Ιανουάριο του 2002 στο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα (Ρώμη)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- τετρααντιμόνιο
- τετρααρσενικό
- τετραοξυγόνο
- τετραφωσφόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.