τερμιτόξενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τερμιτόξενος η τερμιτόξενη το τερμιτόξενο
      γενική του τερμιτόξενου της τερμιτόξενης του τερμιτόξενου
    αιτιατική τον τερμιτόξενο την τερμιτόξενη το τερμιτόξενο
     κλητική τερμιτόξενε τερμιτόξενη τερμιτόξενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τερμιτόξενοι οι τερμιτόξενες τα τερμιτόξενα
      γενική των τερμιτόξενων των τερμιτόξενων των τερμιτόξενων
    αιτιατική τους τερμιτόξενους τις τερμιτόξενες τα τερμιτόξενα
     κλητική τερμιτόξενοι τερμιτόξενες τερμιτόξενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τερμιτόξενος < τερμίτης + -ο- + ξένος

Επίθετο

τερμιτόξενος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.