τερμιτόξενα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | τερμιτόξενα | ||
| γενική | των | τερμιτόξενων | ||
| αιτιατική | τα | τερμιτόξενα | ||
| κλητική | τερμιτόξενα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τερμιτόξενα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τερμιτόξενος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
τερμιτόξενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (εντομολογία) έντομα (όπως η οικογένεια Σταφυλινίδες, της τάξης των Κολεόπτερων που συνοικούν με τερμίτες στην τερμιτοφωλιά
Συγγενικά
- τερμιτόξενος
- → δείτε τις λέξεις τερμίτης και ξένος
Μεταφράσεις
τερμιτόξενα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.