τερμιτοφωλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τερμιτοφωλιά | οι | τερμιτοφωλιές |
| γενική | της | τερμιτοφωλιάς | των | τερμιτοφωλιών |
| αιτιατική | την | τερμιτοφωλιά | τις | τερμιτοφωλιές |
| κλητική | τερμιτοφωλιά | τερμιτοφωλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
τερμιτοφωλιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.