τερμιτοφιλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τερμιτοφιλία οι τερμιτοφιλίες
      γενική της τερμιτοφιλίας των τερμιτοφιλιών
    αιτιατική την τερμιτοφιλία τις τερμιτοφιλίες
     κλητική τερμιτοφιλία τερμιτοφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τερμιτοφιλία < τερμίτ(ης) + -ο- + -φιλία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

τερμιτοφιλία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • τερμιτοφιλία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.