ταμαχιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ταμαχιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ταμαχιάζω
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ταμαχιάζω | ταμάχιαζα | θα ταμαχιάζω | να ταμαχιάζω | ταμαχιάζοντας | |
| β' ενικ. | ταμαχιάζεις | ταμάχιαζες | θα ταμαχιάζεις | να ταμαχιάζεις | ταμάχιαζε | |
| γ' ενικ. | ταμαχιάζει | ταμάχιαζε | θα ταμαχιάζει | να ταμαχιάζει | ||
| α' πληθ. | ταμαχιάζουμε | ταμαχιάζαμε | θα ταμαχιάζουμε | να ταμαχιάζουμε | ||
| β' πληθ. | ταμαχιάζετε | ταμαχιάζατε | θα ταμαχιάζετε | να ταμαχιάζετε | ταμαχιάζετε | |
| γ' πληθ. | ταμαχιάζουν(ε) | ταμάχιαζαν ταμαχιάζαν(ε) |
θα ταμαχιάζουν(ε) | να ταμαχιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ταμάχιασα | θα ταμαχιάσω | να ταμαχιάσω | ταμαχιάσει | ||
| β' ενικ. | ταμάχιασες | θα ταμαχιάσεις | να ταμαχιάσεις | ταμάχιασε | ||
| γ' ενικ. | ταμάχιασε | θα ταμαχιάσει | να ταμαχιάσει | |||
| α' πληθ. | ταμαχιάσαμε | θα ταμαχιάσουμε | να ταμαχιάσουμε | |||
| β' πληθ. | ταμαχιάσατε | θα ταμαχιάσετε | να ταμαχιάσετε | ταμαχιάστε | ||
| γ' πληθ. | ταμάχιασαν ταμαχιάσαν(ε) |
θα ταμαχιάσουν(ε) | να ταμαχιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ταμαχιάσει | είχα ταμαχιάσει | θα έχω ταμαχιάσει | να έχω ταμαχιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ταμαχιάσει | είχες ταμαχιάσει | θα έχεις ταμαχιάσει | να έχεις ταμαχιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ταμαχιάσει | είχε ταμαχιάσει | θα έχει ταμαχιάσει | να έχει ταμαχιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ταμαχιάσει | είχαμε ταμαχιάσει | θα έχουμε ταμαχιάσει | να έχουμε ταμαχιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ταμαχιάσει | είχατε ταμαχιάσει | θα έχετε ταμαχιάσει | να έχετε ταμαχιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ταμαχιάσει | είχαν ταμαχιάσει | θα έχουν ταμαχιάσει | να έχουν ταμαχιάσει |
| |
Μεταφράσεις
ταμαχιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.