ταλμουδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταλμουδικός η ταλμουδική το ταλμουδικό
      γενική του ταλμουδικού της ταλμουδικής του ταλμουδικού
    αιτιατική τον ταλμουδικό την ταλμουδική το ταλμουδικό
     κλητική ταλμουδικέ ταλμουδική ταλμουδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταλμουδικοί οι ταλμουδικές τα ταλμουδικά
      γενική των ταλμουδικών των ταλμουδικών των ταλμουδικών
    αιτιατική τους ταλμουδικούς τις ταλμουδικές τα ταλμουδικά
     κλητική ταλμουδικοί ταλμουδικές ταλμουδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταλμουδικός < Ταλμούδ

Επίθετο

ταλμουδικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.